- πορευτικός
- -ή, -ό / πορευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [πορεύω]1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικόςνεοελλ.φρ. «πορευτικά κύτταρα»ανατ. ονομασία τών λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφέςαρχ.1. (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο2. φρ. «πορευτικός στόλος» — ναυτική δύναμη.
Dictionary of Greek. 2013.